ενηρεμώ

ενηρεμώ
ἐνηρεμῶ, -έω (Α) [ηρεμώ]
ηρεμώ, ησυχάζω, αναπαύομαι σε κάποιο τόπο ή χρόνο («ὁ δὲ τῆς νυκτός τὸ πλεῑστον ἐνηρεμήσας», Ηλιοδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενηρέμησις — ἐνηρέμησις, η (Α) [ενηρεμώ] 1. ηρέμηση, ησυχία, ακινησία, ανάπαυλα σε κάτι 2. μουσ. η στάση τού μουσικού τόνου σε κάποιο ύψος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”